Γλαυκωμα
Πρόκειται για ομάδα παθήσεων του οφθαλμού που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τη βλάβη του οπτικού νεύρου με χαρακτηριστική μορφολογία (κοίλανση του οπτικού δίσκου) και που συνήθως, αλλά όχι πάντα, συνδέεται με υψηλή πίεση του οφθαλμού.
Πρόκειται για ομάδα παθήσεων του οφθαλμού που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τη βλάβη του οπτικού νεύρου με χαρακτηριστική μορφολογία (κοίλανση του οπτικού δίσκου) και που συνήθως, αλλά όχι πάντα, συνδέεται με υψηλή πίεση του οφθαλμού. Είναι συχνότατη κατάσταση που επειδή δεν δίνει προειδοποιητικά συμπτώματα σε πρώιμα στάδια, καθυστερεί συχνά να διαγνωστεί. Η βλάβη στο οπτικό νεύρο είναι μη αναστρέψιμη και μετά τη διάγνωση ο σκοπός κάθε μορφής θεραπείας είναι να διασώσει την όραση που απομένει στον οφθαλμό που έχει προσβληθεί.
Οι μορφές γλαυκώματος είναι πολλές αλλά γενικά διακρίνονται σε ανοικτής και κλειστής γωνίας, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του κάθε ματιού. Συνηθέστερη μορφή στην Ελλάδα είναι το γλαύκωμα ανοικτής γωνίας αλλά το γλαύκωμα κλειστής γωνίας είναι ιδιαίτερα σημαντικό επειδή μπορεί να εμφανιστεί αιφνιδίως (οξύ γλαύκωμα) με απότομη άνοδο της πίεσης στο προσβεβλημένο μάτι, πονοκέφαλο και θόλωση της όρασης. Η κατάσταση αυτή μπορεί να απαιτήσει νοσηλεία στο νοσοκομείο για μια ή περισσότερες ημέρες ενώ μπορεί να χρειαστεί η εφαρμογή laser για να πραγματοποιηθεί ιριδοτομή στον προσβεβλημένο οφθαλμό. Αντιθέτως το γλαύκωμα ανοικτής γωνίας είναι συνήθως χρόνια κατάσταση που αντιμετωπίζεται αρχικά φαρμακευτικά, με κολλύρια που μειώνουν την πίεση στον προσβεβλημένο οφθαλμό, και αν χρειαστεί και χειρουργικά, με επεμβάσεις που αυξάνουν την αποχέτευση ή σπανιότερα μειώνουν την παραγωγή του υγρού από τον οφθαλμό. Στην περίπτωση του συγγενούς γλαυκώματος αναφέρεται ανησυχία, φωτοφοβία και δακρύρροια στο βρέφος, ενώ οι προσβεβλημένοι οφθαλμοί σταδιακά διογκώνονται (βούφθαλμος)
Για τη διάγνωση του γλαυκώματος είναι απαραίτητη η διενέργεια μιας σειράς εξετάσεων από τον οφθαλμίατρο που περιλαμβάνουν τη μέτρηση της πίεσης των οφθαλμών, την εξέταση του οπτικού δίσκου οφθαλμοσκοπικά καθώς και το λειτουργικό έλεγχο του οπτικού νεύρου με εξέταση οπτικών πεδίων. Μπορεί επικουρικά να πραγματοποιηθούν και πλήθος άλλων εξετάσεων όπως π.χ. ο έλεγχος της μορφολογίας του οπτικού δίσκου και του παρακείμενου αμφιβληστροειδή χιτώνα του οφθαλμού με οπτική συμφασική τομογραφία (OCT), συνεστιακή laser φωτογράφηση (HRT) ή Laser πολωσιμετρία (GDx) που στοχεύουν στο να ποσοτικοποιήσουν τη γλαυκωματική βλάβη. Η μέτρηση του κεντρικού πάχους του κερατοειδή (CCT) αν και δεν είναι διαγνωστικό κριτήριο του γλαυκώματος έχει εντούτοις μεγάλη σημασία γιατί συνδέεται με την ακρίβεια της μέτρησης της πίεσης του οφθαλμού αλλά ενδεχομένως και με την ευαισθησία του οπτικού νεύρου στη γλαυκωματική βλάβη.
Μετά τη διάγνωση του γλαυκώματος και τη χορήγηση της κατάλληλης συνήθως αρχικά φαρμακευτικής αγωγής απαιτείται τακτική παρακολούθηση με μετρήσεις της οφθαλμικής πίεσης αλλά και εξέταση των οπτικών πεδίων σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντα οφθαλμιάτρου. Εκτός από τα φάρμακα, περιορισμένη σχετικά θέση στη θεραπευτική του γλαυκώματος έχει και η εφαρμογή ειδικών μορφών laser στον οφθαλμό. Ωστόσο σε μη ελεγχόμενα με φαρμακευτική αγωγή γλαυκώματα το κύριο θεραπευτικό μέσο είναι οι αντιγλαυκωματικές επεμβάσεις. Αν και έχει περιγραφεί πολύ μεγάλος αριθμός χειρουργικών τεχνικών στο γλαύκωμα οι 2 κυριότερες τεχνικές είναι η τραμπεκουλεκτομή (στην οποία αυξάνει η αποχέτευση του υγρού από το εσωτερικό του ματιού μέσω της διάνοιξης κατάλληλα διαμορφωμένης οπής στο τοίχωμα του ματιού) και η ένθεση αντιγλαυκωματικής βαλβίδας, στην οποία τοποθετείται στον οφθαλμό μια ειδική συσκευή (ένθεμα) επίσης για την αύξηση της αποχέτευση του υδατοειδούς υγρού. Υπάρχει μεγάλος αριθμός εμπορικά διαθέσιμων σχεδιάσεων αντιγλαυκωματικών βαλβίδων με κυμαινόμενα ποσοστά επιτυχίας και ασφάλειας.
Αν και οι περισσότερες μορφές γλαυκώματος συνδέονται με αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση, υπάρχουν ωστόσο μορφές στις οποίες η πίεση του οφθαλμού είναι φυσιολογική ή και χαμηλή (γλαυκώματα φυσιολογικής ή χαμηλής πίεσης. Η αντιμετώπιση των μορφών αυτών γλαυκώματος είναι ιδιαίτερα δύσκολη ενώ μπορεί να συνδέονται και με διαταραχές της οξυγόνωσης του οπτικού νεύρου, είτε λόγω επεισοδίων άπνοιας κατά τη διάρκεια του ύπνου (υπνική άπνοια) είτε λόγω διαταραχών αρτηριακής πίεσης (π.χ. επεισόδια αρτηριακής υπότασης). Τέλος σε πολλές μορφές γλαυκώματος υπάρχει ισχυρή κληρονομική προδιάθεση και είναι σκόπιμο οι συγγενείς ασθενών με γλαύκωμα να ελέγχονται οφθαλμολογικά πιο συχνά.
Ο Ε. Δετοράκης ασχολείται συστηματικά με το γλαύκωμα, παρακολουθώντας μεγάλο αριθμό ασθενών και πραγματοποιώντας μεγάλο αριθμό σχετικών επεμβάσεων, όπως η τραμπεκουλεκτομή, η ένθεση διαφόρων τύπων αντιγλαυκωματικών βαλβίδων και οι συνδυασμένες επεμβάσεις καταρράκτη-γλαυκώματος. Παράλληλα ο Ε. Δετοράκης έχει αναπτύξει εκτεταμένη ερευνητική δραστηριότητα στο γλαύκωμα έχοντας δημοσιεύσει πλήθος άρθρων σε έγκριτα διεθνή οφθαλμολογικά περιστατικά για την παθογένεια και παθοφυσιολογική συμπεριφορά διαφόρων μορφών γλαυκώματος, ενώ είναι και κάτοχος σχεδίου ευρεσιτεχνίας για μια νέα αντιγλαυκωματική βαλβίδα που βρίσκεται στο στάδιο κλινικών δοκιμών.
Οι μορφές γλαυκώματος είναι πολλές αλλά γενικά διακρίνονται σε ανοικτής και κλειστής γωνίας, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του κάθε ματιού. Συνηθέστερη μορφή στην Ελλάδα είναι το γλαύκωμα ανοικτής γωνίας αλλά το γλαύκωμα κλειστής γωνίας είναι ιδιαίτερα σημαντικό επειδή μπορεί να εμφανιστεί αιφνιδίως (οξύ γλαύκωμα) με απότομη άνοδο της πίεσης στο προσβεβλημένο μάτι, πονοκέφαλο και θόλωση της όρασης. Η κατάσταση αυτή μπορεί να απαιτήσει νοσηλεία στο νοσοκομείο για μια ή περισσότερες ημέρες ενώ μπορεί να χρειαστεί η εφαρμογή laser για να πραγματοποιηθεί ιριδοτομή στον προσβεβλημένο οφθαλμό. Αντιθέτως το γλαύκωμα ανοικτής γωνίας είναι συνήθως χρόνια κατάσταση που αντιμετωπίζεται αρχικά φαρμακευτικά, με κολλύρια που μειώνουν την πίεση στον προσβεβλημένο οφθαλμό, και αν χρειαστεί και χειρουργικά, με επεμβάσεις που αυξάνουν την αποχέτευση ή σπανιότερα μειώνουν την παραγωγή του υγρού από τον οφθαλμό. Στην περίπτωση του συγγενούς γλαυκώματος αναφέρεται ανησυχία, φωτοφοβία και δακρύρροια στο βρέφος, ενώ οι προσβεβλημένοι οφθαλμοί σταδιακά διογκώνονται (βούφθαλμος)
Για τη διάγνωση του γλαυκώματος είναι απαραίτητη η διενέργεια μιας σειράς εξετάσεων από τον οφθαλμίατρο που περιλαμβάνουν τη μέτρηση της πίεσης των οφθαλμών, την εξέταση του οπτικού δίσκου οφθαλμοσκοπικά καθώς και το λειτουργικό έλεγχο του οπτικού νεύρου με εξέταση οπτικών πεδίων. Μπορεί επικουρικά να πραγματοποιηθούν και πλήθος άλλων εξετάσεων όπως π.χ. ο έλεγχος της μορφολογίας του οπτικού δίσκου και του παρακείμενου αμφιβληστροειδή χιτώνα του οφθαλμού με οπτική συμφασική τομογραφία (OCT), συνεστιακή laser φωτογράφηση (HRT) ή Laser πολωσιμετρία (GDx) που στοχεύουν στο να ποσοτικοποιήσουν τη γλαυκωματική βλάβη. Η μέτρηση του κεντρικού πάχους του κερατοειδή (CCT) αν και δεν είναι διαγνωστικό κριτήριο του γλαυκώματος έχει εντούτοις μεγάλη σημασία γιατί συνδέεται με την ακρίβεια της μέτρησης της πίεσης του οφθαλμού αλλά ενδεχομένως και με την ευαισθησία του οπτικού νεύρου στη γλαυκωματική βλάβη.
Μετά τη διάγνωση του γλαυκώματος και τη χορήγηση της κατάλληλης συνήθως αρχικά φαρμακευτικής αγωγής απαιτείται τακτική παρακολούθηση με μετρήσεις της οφθαλμικής πίεσης αλλά και εξέταση των οπτικών πεδίων σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντα οφθαλμιάτρου. Εκτός από τα φάρμακα, περιορισμένη σχετικά θέση στη θεραπευτική του γλαυκώματος έχει και η εφαρμογή ειδικών μορφών laser στον οφθαλμό. Ωστόσο σε μη ελεγχόμενα με φαρμακευτική αγωγή γλαυκώματα το κύριο θεραπευτικό μέσο είναι οι αντιγλαυκωματικές επεμβάσεις. Αν και έχει περιγραφεί πολύ μεγάλος αριθμός χειρουργικών τεχνικών στο γλαύκωμα οι 2 κυριότερες τεχνικές είναι η τραμπεκουλεκτομή (στην οποία αυξάνει η αποχέτευση του υγρού από το εσωτερικό του ματιού μέσω της διάνοιξης κατάλληλα διαμορφωμένης οπής στο τοίχωμα του ματιού) και η ένθεση αντιγλαυκωματικής βαλβίδας, στην οποία τοποθετείται στον οφθαλμό μια ειδική συσκευή (ένθεμα) επίσης για την αύξηση της αποχέτευση του υδατοειδούς υγρού. Υπάρχει μεγάλος αριθμός εμπορικά διαθέσιμων σχεδιάσεων αντιγλαυκωματικών βαλβίδων με κυμαινόμενα ποσοστά επιτυχίας και ασφάλειας.
Αν και οι περισσότερες μορφές γλαυκώματος συνδέονται με αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση, υπάρχουν ωστόσο μορφές στις οποίες η πίεση του οφθαλμού είναι φυσιολογική ή και χαμηλή (γλαυκώματα φυσιολογικής ή χαμηλής πίεσης. Η αντιμετώπιση των μορφών αυτών γλαυκώματος είναι ιδιαίτερα δύσκολη ενώ μπορεί να συνδέονται και με διαταραχές της οξυγόνωσης του οπτικού νεύρου, είτε λόγω επεισοδίων άπνοιας κατά τη διάρκεια του ύπνου (υπνική άπνοια) είτε λόγω διαταραχών αρτηριακής πίεσης (π.χ. επεισόδια αρτηριακής υπότασης). Τέλος σε πολλές μορφές γλαυκώματος υπάρχει ισχυρή κληρονομική προδιάθεση και είναι σκόπιμο οι συγγενείς ασθενών με γλαύκωμα να ελέγχονται οφθαλμολογικά πιο συχνά.
Ο Ε. Δετοράκης ασχολείται συστηματικά με το γλαύκωμα, παρακολουθώντας μεγάλο αριθμό ασθενών και πραγματοποιώντας μεγάλο αριθμό σχετικών επεμβάσεων, όπως η τραμπεκουλεκτομή, η ένθεση διαφόρων τύπων αντιγλαυκωματικών βαλβίδων και οι συνδυασμένες επεμβάσεις καταρράκτη-γλαυκώματος. Παράλληλα ο Ε. Δετοράκης έχει αναπτύξει εκτεταμένη ερευνητική δραστηριότητα στο γλαύκωμα έχοντας δημοσιεύσει πλήθος άρθρων σε έγκριτα διεθνή οφθαλμολογικά περιστατικά για την παθογένεια και παθοφυσιολογική συμπεριφορά διαφόρων μορφών γλαυκώματος, ενώ είναι και κάτοχος σχεδίου ευρεσιτεχνίας για μια νέα αντιγλαυκωματική βαλβίδα που βρίσκεται στο στάδιο κλινικών δοκιμών.